ακαλάθιαστος

ακαλάθιαστος
-η, -ο [καλαθιάζω]
εκείνος που δεν έχει τοποθετηθεί σε καλάθι
«ακαλάθιαστα σταφύλια».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακαλάθιαστος — η, ο αυτός που δεν μπήκε στο καλάθι: Αρκετά σταφύλια έμειναν ακαλάθιαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”